Η υπαρξιακή φιλοσοφία υπογραμμίζει την ιδέα πως κάθε άνθρωπος είναι μια μοναδική και αυτόνομη οντότητα, με έμφυτη τη δυνατότητα να διαμορφώσει τη δική του ζωή και να δημιουργήσει νόημα σε έναν φαινομενικά χαοτικό κόσμο, επισημαίνοντας τη σημασία της προσωπικής επιλογής, της αυθεντικότητας και της αναγνώρισης της ανθρώπινης θνητότητας. Από αυτή την υπαρξιακή προοπτική λοιπόν, η ζωή μπορεί να θεωρηθεί ως μια υποκειμενική και βαθιά προσωπική εμπειρία. Είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, δημιουργίας νοήματος και αντιμετώπισης των θεμελιωδών ερωτημάτων της ύπαρξης και οι υπαρξιακοί φιλόσοφοι τονίζουν τις έννοιες της ελευθερίας και της ευθύνης στην αναζήτηση του σκοπού κάθε ανθρώπου, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με την εγγενή αβεβαιότητα και τις προκλήσεις του κόσμου του.
«Αυτός ο περιορισμός με οδηγεί στον εαυτό μου απ’ όπου δεν υποχωρώ ούτε ένα βήμα, στην αντικειμενική άποψη που παρουσιάζω, με οδηγεί εκεί όπου ούτε εγώ ούτε η ύπαρξη του άλλου μπορεί να γίνει αντικείμενο για μένα. Η πραγματική προσπάθεια είναι να επιμένεις στο αντίθετο, όσο μπορείς, και να εξετάζεις από κοντά το παράλογο, την ελπίδα και τον θάνατο καθώς ανταλλάσσουν επιχειρήματα, είναι η επιμονή κι η διορατικότητα. Το πνεύμα μονάχα μ’ αυτά μπορεί ν’ αναλύσει –προτού περιγράψει κι αναστήσει– τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος σ’ αυτό το βασικό κι ανάερο χορό».
Karl Jaspers
Πώς περιγράφει η υπαρξιακή φιλοσοφία την ανθρώπινη υπόσταση;
Αναγνωρίζοντας την ελευθερία και τους
περιορισμούς της ανθρώπινης ύπαρξης
Σύμφωνα με την υπαρξιακή προοπτική η ζωή δεν είναι ένα προκαθορισμένο μονοπάτι ή ένα σταθερό σύνολο κανόνων, αλλά μια διαρκής διαδικασία αυτοδημιουργίας και εξερεύνησης που οφείλει να συμπεριλάβει την αντιμετώπιση υπαρξιακών διλημμάτων, όπως τον φόβο του θανάτου, την αναζήτηση νοήματος ή της σημασίας για τη ζωή, την εμπειρία της απομόνωσης και της μοναξιάς και τις εντάσεις μεταξύ της ελευθερίας και των περιορισμών που αναδύονται από την επαφή μας με τον κόσμο στον οποίο κατοικούμε. Οι υπαρξιακοί φιλόσοφοι μας ενθαρρύνουν να ασχοληθούμε με τα θεμελιώδη ερωτήματα, να αναρωτηθούμε για τη φύση της ύπαρξή μας και συχνά μας καλούν να αποδεχθούμε το μοναδικό μας δυναμικό και κυρίως επισημαίνουν τη σημασία του να ζούμε στο παρόν, σε επαφή με τα συναισθήματά μας, ενεργά πρόσωπα στις σχέσεις μας και σε επαφή με το απέραντο της ζωής. Εκκινώντας από την υπόθεση ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να πιστέψουμε ότι υπάρχει μια υπερβατική δικαιολογία ή βάση για την ύπαρξή μας, οι υπαρξιακοί φιλόσοφοι θεωρούν ότι βρισκόμαστε ερριμμένοι σε έναν κόσμο, χωρίς προκαθορισμένη κατεύθυνση ή νομιμοποίηση. Αν και αναζητούμε μια καθολική έννοια και σκοπό για τη ζωή μας, χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα «εγχειρίδιο για την κατάλληλη λειτουργία των ανθρώπων» ή ένα «προσωποποιημένο Θεϊκό σχέδιο» που να μας υποδεικνύει το σωστό τρόπο να είμαστε ανθρώπινα όντα. Αυτή η προοπτική της ανθρώπινης κατάστασης μας οδηγεί σε μια συγκεκριμένη αντίληψη της ανθρώπινης ύπαρξης που υιοθετείται από πολλούς υπαρξιακούς φιλοσόφους. Αντίθετα με άλλες φιλοσοφικές θεωρίες, οι οποίες θεωρούν τον άνθρωπο ως ένα πράγμα ή αντικείμενο κάποιου είδους (είτε ως νους είτε ως σώμα ή και ως συνδυασμός των δύο), οι υπαρξιστές χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη ως μια βαθιά ένταση ή σύγκρουση μεταξύ δύο διαφορετικών πτυχών του παρόντος. Αφενός, είμαστε οργανισμοί μεταξύ άλλων ζωντανών όντων, πλάσματα με συγκεκριμένες ανάγκες και επιθυμίες, που λειτουργούν στο επίπεδο των αισθήσεων και της επιθυμίας στην αντιμετώπιση του παρόντος (και σε αυτό το επίπεδο, δεν διαφέρουμε πολύ από άλλα ζώα), αφετέρου, υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο στο οποίο διαφέρουμε από άλλους οργανισμούς. Ένας τρόπος για να περιγραφεί αυτή η διαφορά είναι να πούμε ότι, επειδή μπορούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας, μπορούμε να αντικατοπτριζόμαστε στις δικές μας επιθυμίες και να αξιολογούμαστε ως προς κάποια ευρύτερη προοπτική για το τι προσφέρουν οι ζωές μας. Με αυτό το πνεύμα, ξεπερνάμε τη δική μας ύπαρξη ως απλά πράγματα καθώς το κύριο χαρακτηριστικό της ύπαρξής μας, ως άνθρωποι, είναι ότι ενδιαφερόμαστε για τον τρόπο ύπαρξης που έχουμε και πως είμαστε μοναδικοί στο ότι δημιουργούμε δεύτερης τάξης επιθυμίες, πέρα και πάνω από τις βασικές βιολογικές μας ανάγκες, καθώς έχουμε φιλοδοξίες που υπερβαίνουν την άμεση αισθητηριακή ή αισθησιακή μας ζωή και συνεπώς μπορούμε να πάρουμε θέση σχετικά με τον τρόπο που θέλουμε να είμαστε στον κόσμο.
Ο Martin Heidegger (1889-1976) και ο Jean-Paul Sartre (1905-1980) προσπάθησαν να αποτυπώσουν φιλοσοφικά αυτήν την κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης λέγοντας πως η μοναδικότητα των ανθρώπων είναι ότι η ίδια η ύπαρξή μας είναι «επί συζήτηση» ή βρίσκεται «υπό αμφισβήτηση», γίνεται δηλαδή συχνά ένα θέμα για εμάς στη διαδρομή της ζωής μας. Το ποιος είμαι ως άνθρωπος εδώ με ενδιαφέρει, και επειδή ενδιαφέρομαι για αυτό που είμαι και γι’ αυτό που θα γίνω, παίρνω μια συγκεκριμένη θέση για τη ζωή μου, αναλαμβάνοντας ρόλους, αναπτύσσοντας και εξελίσσοντας τον εαυτό μου μέσω των πράξεών μου, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των επιλογών μου (ακόμη και η μη επιλογή είναι τελικά μια επιλογή), αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες των πράξεών μου, καθώς ελευθερία και η ευθύνη είναι συνυφασμένες με την ανθρώπινη ύπαρξή μου. Για την υπαρξιακή φιλοσοφία η ανθρώπινη ύπαρξη αναδύεται από αυτή τη διαρκή προσπάθεια και συνειδητοποίηση του ποιοι είμαστε και τι επιθυμούμε να γίνουμε.
Η υπαρξιακή φιλοσοφία και οι κύριοι εκφραστές της
Ο υπαρξισμός στην
ιστορική του διαδρομή
Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες στην περιγραφή του υπαρξισμού αναδύεται από την ετυμολογία του τίτλου του. Όπως πολύ όμορφα το περιγράφει ο Kevin Aho είναι η κατάληξη «ισμός» που δίνει την παραπλανητική εντύπωση μιας συνεκτικής και ενοποιημένης φιλοσοφικής σχολής. Η λέξη υπαρξισμός δημιουργήθηκε επίσημα από τον γάλλο φιλόσοφο Gabriel Marcel το 1943 και υιοθετήθηκε γρήγορα από τους συμπατριώτες του Jean-Paul Sartre και Simone de Beauvoir. Πολλές ωστόσο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα, όπως ο Martin Heidegger, ο Maurice Merleau-Ponty και ο Albert Camus, απέρριψαν την ετικέτα ενώ οι πρωτοπόροι του δέκατου ένατου αιώνα, όπως ο Søren Kierkegaard και ο Friedrich Nietzsche, δεν την είχαν ακούσει ποτέ και έτσι συχνά παρότι οι αντιπροσωπευτικές μορφές είναι ενοποιημένες μοιάζουν να είναι ταυτόχρονα και μοναδικές στις απόψεις τους. Θα συναντήσουμε λοιπόν κοσμικούς υπαρξιστές όπως ο Nietzsche, ο Sartre και ο Camus, φιλόσοφοι που εκκινούν από το «θάνατο του Θεού», διακεκριμένοους ένθεους υπαρξιστές όπως ο Marcel, η Edith Stein, η Simone Weil, ο Paul Tillich, ο Nikolai Berdyaev ή ο Martin Buber και αλλά και κάποιους, όπως ο Miguel de Unamuno, όπου στο έργο τους απεικονίζουν τον αγώνα του ανθρώπου που δυσπιστεί, του ανθρώπου που επιθυμεί αλλά δεν κατορθώνει να πιστέψει στον Θεό. Υπάρχουν εδώ υπαρξιακοί φιλόσοφοι που ισχυρίζονται ότι είμαστε ριζικά ελεύθεροι και ηθικά υπεύθυνοι για τις πράξεις μας όπως ο Sartre, ο η Hannah Arendt, ο Jose Ortega y Gasset και άλλοι, όπως ο Nietzsche, που υποστηρίζουν ότι η ιδέα της ελεύθερης βούλησης δεν είναι παρά μια μυθοπλασία. Υπάρχουν κάποιοι, όπως ο Kierkegaard, η Beauvoir και ο Sartre, που υποστηρίζουν ότι ο υπαρξισμός είναι μια μορφή υποκειμενισμού, ενώ άλλοι, όπως ο Heidegger, ο Merleau-Ponty, ο Buber και ο Emmanuel Levinas που απορρίπτουν αυτή τη θέση και θέτουν στο επίκεντρο της αναζήτησής τους το «εν-τω-κόσμω-είναι», το «συν-είναι» και την ανθρώπινη διυποκειμενικότητα. Τέλος υπάρχουν υπαρξιακοί φιλόσοφοι που υποστηρίζουν ότι οι σχέσεις μας με τους άλλους είναι πάντοτε βυθισμένες στην αλλοτρίωση, την αυτο-εξαπάτηση και τις συγκρούσεις, αλλά και κάποιοι που αναπτύσσουν αντιλήψεις αμοιβαίας εξάρτησης, ανιδιοτελούς αγάπης και γνήσιας κοινωνίας με τους άλλους. Ωστόσο, δεδομένων των αντιφατικών αυτών απόψεων, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για ένα νέο φιλοσοφικό ρεύμα που ανθίζει στην ηπειρωτική Ευρώπη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και εστιάζει ειδικά στο ζήτημα του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Ήδη από τον δέκατο έβδομο αιώνα, ο γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός Blaise Pascal εισήγαγε τη φράση «λογική της καρδιάς» (logique du coeur) σε μια προσπάθεια να δοθεί μια αναφορά στο συναισθηματικό μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί όπου οι παραδοσιακές αιτίες και η λογική δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν πρόσβαση. Σε μία από τις πρώτες εκφράσεις του σύγχρονου υπαρξισμού, ο Pascal γράφει: «Αφήστε τον άνθρωπο, επιστρέφοντας στον εαυτό του, να εξετάσει τι είναι σε σύγκριση με αυτό που υπάρχει. Ας θεωρήσει τον εαυτό του χαμένο, και από αυτή τη μικρή σκοτεινή φυλακή, στην οποία βρίσκει τον εαυτό του τοποθετημένο, εννοώ το σύμπαν, αφήστε τον να μάθει να αντιλαμβάνεται τη γη, τις χώρες του, τις πόλεις του, τα σπίτια του και τον εαυτό του στη σωστή τους αξία. Όποιος θεωρεί τον εαυτό του με αυτόν τον τρόπο θα τρομοκρατηθεί από τον εαυτό του». Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, ο Kierkegaard θα πάρει την εμπειρία του Pascal για την υπαρξιακή απομόνωση και τον τρόμο και θα αναπτύξει γύρω της μια ολόκληρη φιλοσοφία, τονίζοντας τη σημασία των μοναδικών και συγκεκριμένων παθών της «ατομικής ύπαρξης» πάνω από οποιαδήποτε αφηρημένη ή αντικειμενική αλήθεια. Μια γενιά αργότερα, ο Nietzsche προωθεί τα ιδανικά μιας φιλοσοφίας ζωής (Lebensphilosophie) που υπογραμμίζει το ανυπολόγιστο της ανθρώπινης εμπειρίας και τις ενστικτώδεις δυνάμεις της ζωής που ποτέ δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν από τις εκκλήσεις σε αίτια. Στη δεκαετία του 1920, ο Heidegger εισαγάγει τη δική του υπαρξιακή ανάλυση (Daseinanalysis) και ο σύγχρονός του Karl Jaspers αναπτύσει μια φιλοσοφία της ύπαρξης (Existenzphilosophie). Και οι δύο ασχολήθηκαν με την ανεξήγητη ελευθερία του ατόμου και τις ανθρώπινες καταστάσεις του άγχους και του θανάτου που αψηφούν την ορθολογική αντίληψη. Έτσι, πολύ πριν την επίσημη εισαγωγή του «υπαρξισμού» το 1943, από εκείνους και εκείνες που με τη στολή των μαύρων πουλόβερ, των μαύρων παντελονιών και των άφιλτρων τσιγάρων φιλοσοφούσαν διασκεδάζοντας στα καφέ της λεωφόρου St.Germain στο Παρίσι, οι βασικές ιδέες του κινήματος είχαν ήδη αρθρωθεί.
Τα οντολογικά δεδομένα
Περιγράφοντας την ανθρώπινη κατάσταση
Αν και όπως είπαμε ο υπαρξισμός δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια ενοποιημένη σχολή σκέψης και οι μεγάλες προσωπικότητές του διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό στις απόψεις τους, το κοινό νήμα που συνδέει αυτούς τους στοχαστές είναι η ανησυχία τους για την ανθρώπινη υπόσταση καθώς αυτή υπάρχει και ζει. Οι υπαρξιακοί φιλόσοφοι τονίζουν πως η ανθρώπινη υπόσταση δεν μπορεί να αντικειμενοποιηθεί και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αιτιολογηθεί ή να συλληφθεί μέσα από ένα αφηρημένο σύστημα. Μπορεί να γίνει αισθητή και να καταστεί ουσιαστική μόνο από τις συγκεκριμένες επιλογές και ενέργειες του υπάρχοντος ατόμου. Παράλληλα με αυτή την κοινή ανησυχία, υπάρχει και ένας ορισμένος αριθμός αλληλοεπικαλυπτόμενων θεμάτων που εμφανίζονται στα φιλοσοφικά γραπτά που μας επιτρέπουν να τα ομαδοποιούμε κάτω από μια κοινή επικεφαλίδα. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε οντολογικά δεδομένα καθώς αφορούν συνολικά το ανθρώπινο γίγνεσθαι. Τα σημαντικότερα ίσως από αυτά μπορείτε να τα βρείτε διαχωρισμένα στις παρακάτω ενότητες, παρότι, σχεδόν όλα, συνδέονται μεταξύ τους άλλοτε με εμφανή και άλλοτε με υπόρρητο τρόπο.
Οι υπαρξιστές προωθούν την ιδέα ότι οι άνθρωποι υπάρχουν με τρόπο διαφορετικό από τα άλλα πράγματα – όπως τα δέντρα, τα καλλιτεχνικά αντικείμενα και τα ζώα. Δεν μπορούμε να κατανοηθούμε ως απλά πράγματα που είναι αντικειμενικά παρόντα επειδή υπάρχουμε, δηλαδή, κάνουμε επιλογές και αναλαμβάνουμε δράση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια προκαθορισμένη «ουσία» που να καθορίζει ποιοι και τι είμαστε. Είμαστε αυτο-δημιουργούμενα όντα που γινόμαστε αυτοί που είμαστε στη βάση των επιλογών και των ενεργειών που κάνουμε καθώς ξεδιπλώνεται η ζωή μας. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει οριστικός ή πλήρης απολογισμός του τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι επειδή δεν υπάρχει τίποτα που να βασίζει ή να διασφαλίζει την ύπαρξή μας. Είμαστε ένα διαρκές γίγνεσθαι, ένα «όχι ακόμα», πάντα στη διαδικασία της συνειδητοποίησης του ποιοι είμαστε καθώς προχωράμε προς τα εμπρός, σε μελλοντικά έργα και δυνατότητες.
Ερμηνεύοντας την ύπαρξη ως μια διαδικασία αυτο-δημιουργίας και όχι ως αντικείμενο ή πράγμα, οι υπαρξιστές προτείνουν ότι η δομή του εαυτού περιλαμβάνει μια ένταση ή έναν αγώνα μεταξύ αυτού που μπορεί να ονομαστεί πραγματικότητα ή ικανότητα «facticity» και της δυνατότητάς μας για υπέρβαση «transcendence». Από τη μία πλευρά, είμαστε προσδιορισμένοι από τη ερριμενότητά μας, όπου αυτό νοείται ως ο περιορισμός της πραγματικής μας φύσης, όπως η φυσιολογία, η σεξουαλικότητα και η κοινωνικοϊστορική μας κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, εφόσον είμαστε αυτοσυνείδητοι και ενήμεροι των περιορισμών μας, μπορούμε να τους υπερβούμε ή να τους ξεπεράσουμε κρατώντας μια στάση απέναντί τους, δηλαδή επιλέγοντας να τους ερμηνεύσουμε με ορισμένους τρόπους, δίνοντάς τους νόημα, και έτσι, να δημιουργήσουμε τις δικές μας ταυτότητες.
Ως όντα που μπορούμε να λάβουμε θέση σχετικά με την ερριμενότητά μας, οι υπαρξιστές γενικά συμφωνούν ότι είμαστε ελεύθεροι και υπεύθυνοι για το ποιοι είμαστε και το τι κάνουμε. Αλλά αυτή η συνειδητοποίηση συχνά συνοδεύεται από αγωνία επειδή μας υπενθυμίζει ότι εμείς, ως μοναδικές οντότητες, είμαστε υπεύθυνοι για τις επιλογές και τις ενέργειες που κάνουμε στη ζωή μας. Οι υπαρξιστές αρνούνται την ιδέα ότι υπάρχουν απόλυτες ηθικές, ωφελιμιστικοί υπολογισμοί ή φυσικοί νόμοι που να μπορούν να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν τις πράξεις μας. Όπως γράφει ο Sartre, όσον αφορά τις ανθρώπινες ενέργειες: «δεν υπάρχουν δικαιολογίες πίσω από εμάς ούτε αιτιολογίες μπροστά μας».
Επειδή η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι κάτι που μπορεί να μελετηθεί από την προοπτική μιας απομονωμένης αντικειμενικότητας, οι υπαρξιστές θεωρούν ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας μόνο λαμβάνοντας υπόψη ό,τι μπορεί να αποκαλείται «εσωτερική προοπτική». Αυτό σημαίνει πως πριν από οποιαδήποτε ανεξάρτητη θεωρία σχετικά με το ποιος ή τι είμαστε, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε την εμπειρία της ανθρώπινης ύπαρξης καθώς ζει μέσα στο πλαίσιο της δικής της κατάστασης. Για το λόγο αυτό, οι υπαρξιστές απορρίπτουν την ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει αντικειμενικότητα όταν πρόκειται να δοθεί μια αναφορά για την ανθρώπινη ύπαρξη. Οποιοσδήποτε απολογισμός του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος είναι ήδη διαμεσολαβημένος από την συμφραζόμενη συνάφεια των κοινωνικών μας συμμετοχών, του σωματικού προσανατολισμού, των συναισθημάτων και των αντιληπτικών μας δυνατοτήτων.
Για τους υπαρξιστές, δεν αποκτάμε γνώση της ανθρώπινης κατάστασης μέσω αποσπασματικών σκέψεων ή ορθολογικών εκδηλώσεων αλλά μέσω των ατομικών συναισθηματικών εμπειριών μας. Καταλαβαίνουμε τι μετράει ή έχει σημασία στη ζωή μας μέσα από τις διαθέσεις μας, μέσα από τους τρόπους με τους οποίους νιώθουμε για τα πράγματα. Κάποιες διαθέσεις, όπως η «ανησυχία» (Heidegger), η «ναυτία» (Sartre), η «ενοχή» (Kierkegaard) και ο «παραλογισμός» (Camus) είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τους υπαρξιστές επειδή έχουν την ικανότητα να μας αποσύρουν τον καθημερινό εφησυχασμό και την αυτο-εξαπάτησή μας, αποκαλύπτοντας τη θεμελιώδη ελευθερία και την πεπερασμένη ποιότητα της ύπαρξής μας. Αυτό, με τη σειρά του, μας δίνει την ευκαιρία να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και να ιδιοποιηθούμε στη ζωή μας με ανανεωμένο πάθος, ένταση και εστίαση.
Επειδή έχουμε την τάση να συμμορφωνόμαστε με τους ισοπεδωμένους ρόλους και τις ταυτότητες του δημόσιου κόσμου, το ζήτημα της αυθεντικότητας, το να είμαστε α-ληθινοί για τον εαυτό μας, είναι κεντρικής σημασίας για τους υπαρξιστές. Η ιδέα της αυθεντικότητας διατυπώνεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, από την άποψη του να είμαστε, για παράδειγμα, «ιππότες της πίστης» (Kierkegaard), «υπεράνθρωποι» (Nietzsche), «επαναστάτες» (Camus) ή «αυθεντικοί άνθρωποι» (Heidegger). Με αυτόν τον τρόπο, οι υπαρξιστές αναπτύσσουν τη δυνατότητα να ζουν μια γεμάτη νόημα, αφοσιωμένη και εκπληρωμένη ζωή ενάντια στο παράλογο και τον θάνατο. Η έννοια της αυθεντικότητας χρησιμεύει ως μια ισχυρή ανταπάντηση στην κριτική πως ο υπαρξισμός αντιπροσωπεύει ένα είδος μηδενιστικής «όπου τίποτα δεν συμβαίνει» φιλοσοφίας.
Ο υπαρξισμός δεν απαιτεί την προσκόλληση σε οποιασδήποτε κανονιστική ηθική αρχή. Ωστόσο, το επιχείρημα ότι ο υπαρξισμός είναι μια φιλοσοφία χωρίς ηθική συνείδηση είναι άτοπο. Ο υπαρξισμός επικεντρώνεται στα πιο θεμελιώδη ηθικά ζητήματα, θέτοντας ερωτήματα όπως: «Τι πρέπει να κάνω;» και «Πώς πρέπει να ζήσω;». Επιπλέον, αναγνωρίζοντας τη θεμελιώδη ελευθερία μας, οι υπαρξιστές αναγνωρίζουν ότι δεν είμαστε ελεύθεροι να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεων ή να καλλιεργήσουμε το ιδανικό της ελευθερίας για τους άλλους. Για το σκοπό αυτό, ο υπαρξισμός προσφέρει ένα σαφές όραμα για το τι είναι πολύτιμος ή αξιέπαινος τρόπος ζωής. Είναι μια ζωή που αντιμετωπίζει την αναπόφευκτη αλήθεια που αφορά στην εγγενή ελευθερία και τρωτότητα της ανθρώπινης κατάστασης και αναλαμβάνει την ευθύνη για το γεγονός ότι οι ενέργειές μας έχουν συνέπειες και επηρεάζουν τη ζωή των άλλων.